- κισσοφορώ
- κισσοφορῶ, αττ. τ. κιττοφορῶ, -έω (Α) [κισσοφόρος]1. στολίζομαι με κισσό2. πιθ. (για τραγικούς υποκριτές, δηλ. ηθοποιούς) βρίσκομαι σε βακχικό ενθουσιασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κισσοφόρῳ — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφορία — κισσοφορία, ἡ (Α) [κισσοφορώ] 1. το να φέρει κάποιος κισσό 2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό … Dictionary of Greek
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek